οικειόχειρος

οικειόχειρος
οἰκειόχειρος, -ον (Μ)
ιδιόχειρος.
επίρρ...
οἰκειοχείρως (Μ)
1. ιδιοχείρως
2. εκουσίως, αυθορμήτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -χειρος (< χείρ, χειρός), πρβλ. ιδιό-χειρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”